κυφός

κυφός
Ονομασία όρους και πόλης της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα, ίσως και ποταμού, σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν πρωτεύουσα των Αινιάνων και των Περραιβών και ότι πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία με επικεφαλής τον Γουνέα.
* * *
-ή, -ό (Α κυφός, -ή, -όν)
αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, που η σπονδυλική του στήλη παρουσιάζει κύφωση, σκυφτός, καμπουριασμένος («τῷ γὰρ εἰκὸς ἄνδρα κυφόν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (για ποτήρι) κοίλος, κυρτωμένος, στρογγυλός
2. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ κυφαί
ένα από τα είδη τών γαρίδων («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν γένος», Αριστοτ.)
3. φρ. «ἕλκονται ἐς τὸ κυφόν» — έχουν κύρτωμα στη ράχη (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κύπτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κῦφος — hump neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύφος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύφος — Ονομασία όρους και πόλης της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα, ίσως και ποταμού, σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν πρωτεύουσα των Αινιάνων και των Περραιβών και ότι πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία με επικεφαλής τον… …   Dictionary of Greek

  • κυφός — κῡφός , κυφός bent forwards masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύφοι — Κύφος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύφον — Κύφος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύφου — Κύφος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύφων — Κύφος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …   Dictionary of Greek

  • κυφά — κῡφά , κυφός bent forwards neut nom/voc/acc pl κῡφά̱ , κυφός bent forwards fem nom/voc/acc dual κῡφά̱ , κυφός bent forwards fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”